- αντισυλληπτικός
- anticonceptionnel
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
αντισυλληπτικός — ή, ό (για φάρμακα ή άλλα μέσα) αυτός που εμποδίζει τη σύλληψη κατά τη γενετήσια επαφή … Dictionary of Greek
αντισυλληπτικός — ή, ό 1. αυτός που αποτρέπει τη σύλληψη. 2. το ουδ. ως ουσ., αντισυλληπτικό φάρμακο (ή συσκευή) που εμποδίζει τη σύλληψη στη διάρκεια της σεξουαλικής επαφής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)